δυνατός -ή -ό Adj.  [dinatos -i -o, thinatos -i -o, dynatos -h -o]

  Adj.
(1420)
  Adj.
(26)
  Adj.
(4)

GriechischDeutsch
Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή σημειώνει ότι η ÖVAG ανέθεσε το έργο να γίνουν προσομοιώσεις, για να προσδιοριστεί ποσοτικά ο μέγιστος δυνατός αντίκτυπος των κινδύνων από το μη βασικό τμήμα στην κεφαλαιακή θέση της τράπεζας.In diesem Zusammenhang stellt die Kommission fest, dass die ÖVAG Simulationen in Auftrag gegeben hat, um in Erfahrung zu bringen, wie stark sich die Risiken aus dem Non-core-Segment maximal auf die Kapitalposition der Bank auswirken könnten.

Übersetzung bestätigt

Μολαταύτα, μέσω της μεθόδου εντοπίστηκαν, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επικύρωσης, ουσίες με ασθενή και ισχυρή επίδραση στη λειτουργία του θυρεοειδούς, καθώς και ουσίες με ισχυρή και μέτρια ενδοκρινική δραστικότητα, οι οποίες δρουν μέσω των υποδοχέων οιστρογόνων ή ανδρογόνων. Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν κατέστη δυνατός ο εντοπισμός ενδοκρινικώς δραστικών ουσιών που προσβάλλουν ασθενώς τους υποδοχείς οιστρογόνων ή ανδρογόνων.Während des Validierungsprozesses konnten zwar Substanzen mit schwacher oder starker Wirkung auf die Schilddrüsenfunktion und solche, die das endokrine System über östrogene oder androgene Rezeptoren mehr oder weniger stark beeinflussen, identifiziert werden; in den meisten Fällen konnten Stoffe mit endokriner Wirkung, die diese Rezeptoren nur geringfügig beeinträchtigen, mit der Methode aber nicht erkannt werden.

Übersetzung bestätigt

Μόνο ένας ορισμένος βαθμός αποκέντρωσης ( που καθίσταται δυνατός χάρη στις σύγχρονες ΤΠΕ) των έντονα συγκεντρωτικών οικονομικών δραστηριοτήτων του τριτογενούς τομέα μπορεί να φέρει επαρκείς θέσεις εργασίας σε απομακρυσμένες περιοχές.In abgelegenen Gebieten kann nur ein bestimmter (dank der modernen IKT möglicher) Grad der Dezentralisierung stark zentralisierter Wirtschaftstätigkeiten im Tertiärsektor Beschäftigungsmöglichkeiten in ausreichender Zahl schaffen.

Übersetzung bestätigt

Η NSZZ Αλληλεγγύη είναι ακόμη αρκετά ισχυρή, ώστε να καταστεί δυνατός ο οργανωτικός αποκλεισμός της από τις πολιτικές διαδικασίες της δεξιάς.NSZZ Solidarnosc ist zur Zeit schlicht noch zu stark, um aus dem politischen Prozeß der Rechten organisatorisch ausgeschlossen zu werden.

Übersetzung bestätigt

Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου, θα πρέπει να θεσπισθεί ο στενότερος δυνατός δεσμός μεταξύ της διαρκούς κατάρτισης των ατόμων άνω των 50 ετών και της εισαγωγής τους στη χρήση των τεχνολογιών των πληροφοριών και των επικοινωνιών.Zur wirksamen Bekämpfung dieses Phänomens sollten das lebensbegleitende Lernen der Personengruppe 50+ und die ent­sprechenden Schulungsmaßnahmen möglichst stark auf die Anwendung von Informationsund Kommunikationstechnologien (IKT) ausgerichtet sein.

Übersetzung bestätigt



Grammatik

  • δυνατός (maskulin)
  • δυνατή (feminin)
  • δυνατό (neutrum)




Griechische Definition zu δυνατός -ή -ό

δυνατός, επίθ.· αδυνατός.

1) (Προκ. για πρόσωπο)
α) ισχυρός, ρωμαλέος, ακμαίος:
(Ερωφ. Γ´ 217
β) γενναίος, ανδρείος, θαρραλέος:
τον φοβερόν και δυνατόν κατέλαβεν ο Άδης (Διγ. Άνδρ. 41138).
2) (Προκ. για πράγμα)
α) ισχυρός, δυνατός:
(Ερωτόκρ. Β´ 2388
β) γερός, στερεός, ανθεκτικός:
καράβιν δυνατόν (Μαχ. 55410
γ) (προκ. για κρασί) που περιέχει πολύ οινόπνευμα:
(Σαχλ., Αφήγ. 247).
3) Ικανός:
(Προδρ. ΙV 21 χφ P κριτ. υπ).
4) Που μπορεί να γίνει, κατορθωτός:
(Πανώρ. Γ´ 417
έκφρ. κατά το δυνατόν = όσο είναι μπορετό:
(Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 452).
5) Σκληρός, άτεγκτος:
είν’ απόκοτη κι αδυνατή η καρδιά σου (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ιντ. γ´ 66).
6) (Προκ. για ποταμό, χείμαρρο) ορμητικός:
(Πεντ. Δευτ. XXI 4).
7) Άγριος, φοβερός:
έχουν σκύλους δυνατούς (Γαδ. διήγ. 244).
8) (Προκ. για όρκο, συμφωνία, κ.τ.ό.) σταθερός, μόνιμος:
(Ιμπ. 299
εποίησαν στοιχήματα και δυνατήν αγάπην (Διήγ. παιδ. 90).
9) (Προκ. για τόπο, πόλη, κάστρα, κλπ.) καλά οχυρωμένος· ασφαλής:
Ο πύργος είναι δυνατός, γύροθεν έχει κάστρον (Φλώρ. 1313).
10) (Προκ. για καιρό) άσχημος, κακός, βαρύς:
(Διδ. Σολομ. Ρ 12).
11) (Προκ. για πόλεμο, μάχη) σφοδρός, φοβερός:
(Χρον. Μορ. H 1045).
12) (Προκ. για ομιλία, φωνή) βροντερός, δυνατός:
(Τζάνε, Κρ. πόλ. 16818).
13) Σπουδαίος, σοβαρός:
ήρτεν του κίνδυνος δυνατός και εμποδίστην (Ασσίζ. 8912
(προκ. για συνέλευση) μεγάλος:
να ποίσει κούρτην δυνατήν, να ιδούν τες μαρτυρίες του (Χρον. Μορ. H 8141).
14) Πολύς, υπερβολικός:
τα χιόνια ηύρεν δυνατά … εις τα όρη (Χρον. Μορ. H 2168).
Το ουδ. ως ουσ. =
α) δύναμη:
το δυνατόν του πόθου (Φλώρ. 507
β) σκληρότητα:
το δυνατό απαλαίνει (Ερωτόκρ. Δ´ 167).
[αρχ. επίθ. δυνατός. Ο τ. και σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback